- πρόφραγμα
- πρόφραγμαfence placed in frontneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόφραγμα — άγματος, τὸ, Α [προφράσσω] 1. φράχτης, οχύρωμα («οὐδ ἀξιόλογον ἔχοντες πρόφραγμα περὶ αὐτούς», Διόδ.) 2. προασπιστής, υπερασπιστής («εἰ μὴ Μακεδόνας εἴχομεν πρόφραγμα», Πολ) … Dictionary of Greek
προφράγματα — πρόφραγμα fence placed in front neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)